- παρμένω
- παρμένω v. παραμένω.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παρμένω — Α βλ. παραμένω* … Dictionary of Greek
παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… … Dictionary of Greek